σκληρώδης

σκληρώδης
σκληρώδης
masc/fem acc pl (attic epic doric)
σκληρώδης
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
σκληρώδης
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκληρώδης — ες / σκληρώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σκληρός] αυτός που έχει σκληρή υφή, σκληρή σύσταση, σκληρός νεοελλ. φρ. «σκληρώδης ιστός» ιστός που υπέστη σκλήρυνση λόγω παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων μσν. πεισματάρης …   Dictionary of Greek

  • σκληρώδη — σκληρώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκληρώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκληρώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρῶδες — σκληρώδης masc/fem voc sg σκληρώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρώδεις — σκληρώδης masc/fem acc pl σκληρώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρώδεος — σκληρώδης masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • σκληρωδεστέραν — σκληρωδεστέρᾱν , σκληρώδης fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”